ακροφύσιο

ακροφύσιο
Άκρο από το οποίο εξέρχεται ο αέρας ενός φυσερού ή μιας φυσούνας. Τα α. είναι κυρίως κατάλληλα διαμορφωμένοι σωλήνες με στενή έξοδο ώστε το ρευστό (ο αέρας ή το καύσιμο κλπ.) να ρέει με μεγάλη ταχύτητα μέσα σε άλλο ρευστό για να επιτυγχάνεται καλύτερη ανάμειξη. Στις υψικαμίνους το α. έχει κωνικό σχήμα και μέσα από αυτό διοχετεύεται αέρας. Τα α. έχουν διπλά τοιχώματα ώστε να κυκλοφορεί νερό για την ψύξη του συστήματος. Η εφαρμογή τους έχει επεκταθεί πολύ. Στις μηχανές εσωτερικής καύσης και γενικότερα στις μηχανές των αυτοκινήτων, το σύστημα αυτό ονομάζεται μπεκ. Εδώ, με δίκτυο ανοιχτών ή ρυθμιζόμενων βαλβίδων, επιτυγχάνεται καλύτερη διασπορά του καύσιμου μέσα στους κυλίνδρους του κινητήρα.
* * *
το (Α ἀκροφύσιον)
νεοελλ.
σωλήνας ή αγωγός μικρού μήκους, που καταλήγει σε στενό άκρο και που τοποθετείται στο άκρο σωλήνα ή αγωγού για να ρυθμίζει τη ροή ή για να αυξήσει την ταχύτητα τού εκτοξευόμενου ρευστού
άρχ.
1. το άκρο, το στόμιο τού φυσητήρα, τού φυσερού
2. η ουρά τού κομήτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + φῦσα «φυσερό»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πύραυλος — (ή ενδοαντιδραστήρας). Ο απλούστερος και ο αρχαιότερος προωθητικός κινητήρας με αντίδρασητ. Ένας προωθητικός κινητήρας με πυραύλους παρέχει μια ώθηση σε συνάρτηση με την εκτόξευση των προϊόντων της καύσης του προωθητικού μείγματος· τα προϊόντα… …   Dictionary of Greek

  • εξαερωτής ή καρμπιρατέρ — Μηχανικό όργανο που παρέχει και αναμειγνύει το καύσιμο και τον αέρα κατά την τροφοδοσία των κινητήρων εσωτερικής καύσης, με ανάφλεξη μέσω σπινθήρα. Παλαιότερα ονομαζόταν αναμείκτης ανθρακωτής ή αναμεικτήρας. Μέχρι και τη δεκαετία του 1980 η… …   Dictionary of Greek

  • ακροστόμιο — Το άκρο στομίου, ανοίγματος και ειδικότερα το άκρο σωλήνα εξαγωγής ρευστού (αερίου ή υγρού). Βλ. λ. ακροφύσιο. * * * το (AM ἀκροστόμιον) νεοελλ. το άκρο ενός ανοίγματος ή στομίου μσν. το ακροφύσιον* αρχ. η άκρη τών χειλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) …   Dictionary of Greek

  • βενζινάκατος — Ταχύ σκάφος μικρού εκτοπίσματος, εφοδιασμένο με έναν ή δύο κινητήρες εσωτερικής καύσης. Τα κριτήρια και τα υλικά για την κατασκευή των β. είναι όμοια με αυτά που εφαρμόζονται για άλλα πλωτά μέσα μικρών διαστάσεων. Το μεγαλύτερο μέρος του σκάφους… …   Dictionary of Greek

  • δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

  • κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… …   Dictionary of Greek

  • μετακαυστήρας — ο (μηχανολ.) συμπληρωματικός θάλαμος καύσης διαμορφωμένος στο οπίσθιο τμήμα στροβιλοαντιδραστήρα και πριν από το ακροφύσιο εξόδου τών καυσαερίων, ο οποίος χρησιμεύει για την αύξηση τής ωστικής ισχύος τού αντιδραστήρα …   Dictionary of Greek

  • πλάσμα — I Ιδιαίτερη κατάσταση της ύλης κατά τη οποία αποτελείται από ένα σύνολο σωματιδίων και των δύο τύπων, που έχουν ίσα ηλεκτρικά φορτία με αντίθετο πρόσημο και παρουσιάζουν (τουλάχιστον τα ομόσημα) μεγάλη κινητικότητα. Το σύνολο χαρακτηρίζεται από… …   Dictionary of Greek

  • συστολή — η, ΝΜΑ [συστέλλω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συστέλλω, ο περιορισμός σε όγκο ή σε έκταση 2. ιατρ. σύσπαση ενός οργάνου τού σώματος, όπως λ.χ. τής καρδιάς ή τής μήτρας, που προκαλεί σμίκρυνση τών κοιλοτήτων του («σφυγμός ἐστι διαστολὴ καὶ …   Dictionary of Greek

  • σύριγγα — I Όργανο που βρίσκεται κοντά στη διακλάδωση της τραχείας όλων σχεδόν των πουλιών και προορίζεται για την παραγωγή των ήχων, επειδή ο λάρυγγας δεν είναι διαμορφωμένος για τον σκοπό αυτό. Είναι προικισμένη με μύες που βρίσκονται στην τραχεία και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”